- θρηνολογία
- η плач, причитание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θρηνολογία — ἡ (Μ θρηνολογία) [θρηνολογώ] ο θρήνος, το μοιρολόι … Dictionary of Greek
θρηνολογία — η θρήνος, θρηνωδία, κλάμα δυνατό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
рыданословие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. θρηνολογία) плач, вопль. Слыша богатаго во… … Словарь церковнославянского языка
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
θρηνωδία — η (Α θρηνῳδία) [θρηνωδός] πένθιμο άσμα, μοιρολόγι, θρηνολογία … Dictionary of Greek
κομμός — Βλ. λ. κομό. * * * (I) ο (AM κομμός) θρηνητικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας μσν. 1. κόψιμο 2. σφαγή αρχ. χτύπημα, ιδίως τού κεφαλιού και τού στήθους σε θρηνολογία 2. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. οἱ κομμοί οι γομφίοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοπ τού κόπτω + … Dictionary of Greek
ιερεμιάδα — η 1. θρηνολογία του προφήτη Ιερεμία. 2. μτφ., θρηνολόγημα, απαισιόδοξη εξεικόνιση μιας κατάστασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)